θολοστάτης

θολοστάτης
ο
τοίχος που πάνω του στηρίζεται ο θόλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θολοστάτης — ο ο τοίχος στον οποίο στηρίζεται ο θόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + στάτης < ίστημι (πρβλ. πυρο στάτης, φανο στάτης)] …   Dictionary of Greek

  • θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”